- λάμψεις
- λάμπωgive lightaor subj act 2nd sg (epic)λάμπωgive lightfut ind act 2nd sgλάμψιςshiningfem nom/voc pl (attic epic)λάμψιςshiningfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοπτικός — ή, ό αυτός που γίνεται μέσα στον οφθαλμό και παράγει εξωτερική οπτική εντύπωση («ενδοπτικές λάμψεις») … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
οπαλίζω — και οπαλλίζω [οπάλιος / οπάλλιος] εκπέμπω ιριδίζουσες μαρμαρυγές και λάμψεις, ανταύγειες σαν τού οπαλίου … Dictionary of Greek
προαπαστράπτω — Α βγάζω λάμψεις προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπαστράπτω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν … Dictionary of Greek
τρισαυγής — ές, Μ (για την Αγία Τριάδα) αυτός που έχει τρεις λάμψεις, που αναδίδει φως από τρεις πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + αυγής (< *αὖγος [τὸ] ή αὐγή), πρβλ. πολυ αυγής] … Dictionary of Greek
υαλοβερνίκωμα — Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
έκστασι — (ecstasy). Κοινή ονομασία ναρκωτικής ουσίας. Πρόκειται για τη χημική ουσία 3,4 μεθυλενοδιοξυμεθαμφεταμίνη, γνωστή και με τη συντομογραφία MDMA. Στην καθαρή της μορφή είναι μία λευκή κρυσταλλική σκόνη που κυκλοφορεί είτε σε μορφή σκόνης είτε σε… … Dictionary of Greek